-
1 καστάνια
-
2 καστανιά
η каштановое дерево, каштан -
3 καστανιά
[касганья] ουσ. θ. каштановое дерево,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καστανιά
-
4 καστανιά
[касганья] ουσ θ каштановое дерево. -
5 καστανιά
châtaignier -
6 καστανίας
καστανίᾱς, καστανίαιsweet chestnuts: masc acc pl -
7 каштан
каштан м 1) (плод ) το κάστανο 2) (дерево ) η καστανιά* * *м1) ( плод) το κάστανο2) ( дерево) η καστανιά -
8 καστάναιον
καστάναιον, τό, die Kastanie, gew. im plur., Sp., auch καστάνια u. καστάνεια als v. l.
-
9 κάρυον
κάρυον, τό, die Nuß, bes. die Wallnuß, Theophr.; Εὐβοϊκόν, Kastanie, bei Xen. An. 5, 5, 29 umschrieben τὰ πλατέα οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίαν, wie auch Poll. 1, 232 die καστάνια erkl.; vgl. D. Sic. 14, 30; λεπτόν oder ποντικόν, Haselnuß; der Stein der Steinfrüchte, der Kern der Fichtenzapfen, Diosc. – In der Mechanik ein Kloben, über den ein Seil gewunden in eine Nuß geht.
-
10 каштан
1. (плод) το κάστανο 2 (дерево) η καστανέα, разг. η καστανιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > каштан
-
11 пал
I. 1. (выжигание лесных площадей) η καύση του δάσους 2. (выжженное место в степи, в лесу) το καμμένο τμήμα του δάσους. II. мор. 1. (причальное устройство) о κίονας, η δέστρα 2. (откидной стопор шпиля или кабестана) η γλωττίς, η καστανιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пал
-
12 собачка
тех. η σκανδάλη, ο τορμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > собачка
-
13 трещотка
тех. о αναστολέαςη καστανιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трещотка
-
14 каштан
каштанм1. (плод) τό κάστανο[ν]·2. (дерево) ἡ καστανιά, ἡ καστανέα. -
15 судок
судокм1. (столовый прибор) ἡ σαλ-τσιέρα·2. (для переноски пищи) ἡ καστανιά, τό σεφερτάσι. -
16 καστανέα
см. καστανιά -
17 κατακλείς
-
18 каштан
-а α.1. καστανιά.2. κάστανο. -
19 каштановый
επ.της καστανιάς• του κάστανου•-ое дерево η καστανιά•
-ая аллея δεντροστιχία από καστανιές.
εκφρ.- ые почвы – χουμώδη εδάφη. -
20 плюсконосные
-ых πλθ. τα κυπελλοφόρα (βαλανιδιά, καστανιά κλπ.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
Καστανιά — Sp Kastanijà Ap Καστανιά/Kastania L C ir Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
καστάνια — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
καστανιά — η το δέντρο που παράγει κάστανα: Αυτή η περιοχή είναι γεμάτη καστανιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άνω Καστανιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται κοντά στη Νεάπολη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών … Dictionary of Greek
Κάτω Καστανιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 112 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 145 χλμ. ΝΑ της πόλης της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοϊών … Dictionary of Greek
Ξηροτύρης, Ζάχος — (Καστανιά Υπάτης 1904 –). Νομικός, λαογράφος και συγγραφέας. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος στην Αθήνα. Διετέλεσε νομάρχης Χαλκιδικής και Φλώρινας, γενικός γραμματέας των Γενικών Διοικήσεων… … Dictionary of Greek
Πύρρος, Διονύσιος — (Καστανιά, Θεσσαλία 1777 – Αθήνα 1853). Ιατροφιλόσοφος, δάσκαλος και συγγραφέας. Φιλομαθής και αποδημητική φύση, σπούδαζε και δίδασκε μετακινούμενος συνεχώς από τόπο σε τόπο, σχεδόν μέχρι τα σαράντα του χρόνια: καλόγερος αρχικά στα Μετέωρα,… … Dictionary of Greek
καστανίας — καστανίᾱς , καστανίαι sweet chestnuts masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάστανο — Βλ. λ. καστανιά (κάστανο). * * * το (AM κάστανον, Α και κάστανος και καστανέα και καστανιά, ή, και καστάναιον και καστάν(ε)ιον, τὸ) ο καρπός τού δέντρου καστανιά νεοελλ. φρ. α) «βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά» εκτελώ το δύσκολο και επικίνδυνο… … Dictionary of Greek
Voies — Βοιές View of Neapoli from Faraklo Location … Wikipedia